-
1 ἔμ-πληκτος
ἔμ-πληκτος, 1) betäubt, betroffen, verblüfft, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφϑαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; unsinnig, dumm. Rom. 28. – 2) unbesonnen, wankelmüthig; Soph. Ai. 1337; καὶ ἀστάϑμητος Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιϑυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν ϑεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.
-
2 πρό-δοξος
См. также в других словарях:
Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… … Dictionary of Greek